δίλεπτος

δίλεπτος
και δίλεφτος, -η, -ο
1. αυτός που έχει αξία δύο λεπτών
2. το ουδ. ως ουσ. το δίλεπτο και δίλεφτο
παλιό χάλκινο νόμισμα αξίας δύο λεπτών, δυάρα
3. φρ. «δεν δίνω δίλεπτο» — αδιαφορώ τελείως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”